- κολοβότης
- κολοβότης, ητος, ἡ,A stuntedness, Plu.2.800e (pl.).2 κ. πνεύματος shortness of breath in speaking, Id.Dem.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοβότης — κολοβότης, ητος, ή (AM) [κολοβός] ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῡ λοιποῡ σώματος», Πλούτ.) αρχ. φρ. «κολοβότης πνεύματος» ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα … Dictionary of Greek
κολοβότης — stuntedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβότητα — κολοβότης stuntedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβότητες — κολοβότης stuntedness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)